φλερόβιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- φλερόβιο < ονομάστηκε προς τιμήν του εργαστηρίου Φλερόβ στη Ντούμπνα της Ρωσίας, όπου ανακαλύφθηκε
Ουσιαστικό
φλερόβιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 114 και χημικό σύμβολο το Fl
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλερόβιο | τα | φλερόβια |
| γενική | του | φλερόβιου & φλεροβίου |
των | φλερόβιων & φλεροβίων |
| αιτιατική | το | φλερόβιο | τα | φλερόβια |
| κλητική | φλερόβιο | φλερόβια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
φλερόβιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.