νιχόνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- νιχόνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική nihonium < ιαπωνική 日本 (νιχόν) (η ιαπωνική ονομασία της Ιαπωνίας, όπου ανακαλύφθηκε)
Ουσιαστικό
νιχόνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 113 και χημικό σύμβολο το Nh
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νιχόνιο | τα | νιχόνια |
| γενική | του | νιχόνιου & νιχονίου |
των | νιχόνιων & νιχονίων |
| αιτιατική | το | νιχόνιο | τα | νιχόνια |
| κλητική | νιχόνιο | νιχόνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
νιχόνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.