αφαίμαξη
Νέα ελληνικά (el)

Η πρακτική της αφαίμαξης σε ερυθρόμορφο αττικό αγγείο (480-470 π.Χ., Λούβρο)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφαίμαξη | οι | αφαιμάξεις |
| γενική | της | αφαίμαξης* | των | αφαιμάξεων |
| αιτιατική | την | αφαίμαξη | τις | αφαιμάξεις |
| κλητική | αφαίμαξη | αφαιμάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφαιμάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφαίμαξη < (ελληνιστική κοινή) ἀφαίμαξις
Ουσιαστικό
αφαίμαξη θηλυκό
- (ιατρική) παραδοσιακή πρακτική κατά την οποία γίνεται τομή σε μία φλέβα του αρρώστου και αφήνεται να αιμορραγήσει για λίγο, με σκοπό να φύγει το "κακό" αίμα
- ένα δημοφιλές μέσο αφαίμαξης ήταν και οι βδέλλες
- η εκβιαστική εκμετάλλευση ενός πόρου που οδηγεί σε εξάντλησή του
- τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν θα οδηγήσουν σε νέα αφαίμαξη των εργαζομένων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ιατρική πρακτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.