φισέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φισέκι | τα | φισέκια |
| γενική | του | φισεκιού | των | φισεκιών |
| αιτιατική | το | φισέκι | τα | φισέκια |
| κλητική | φισέκι | φισέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φισέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fişek [1] < περσική فشنگ (fešang) < ελληνιστική κοινή φυσίγγιον [2], υποκοριστικό του φῦσιγξ (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈse.ci/
Αναφορές
- φισέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Dieter Weber (ed.): Languages of Iran: Past and Present. Iranian Studies in memoriam David Neil MacKenzie, 2005 σελ. 213
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.