φιλόφρονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόφρων
& φιλόφρονας
η φιλόφρων το φιλόφρον
      γενική του φιλόφρονος
& φιλόφρονα
της φιλόφρονος του φιλόφρονος
    αιτιατική τον φιλόφρονα τη φιλόφρονα το φιλόφρον
     κλητική φιλόφρων
& φιλόφρονα
φιλόφρων φιλόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόφρονες οι φιλόφρονες τα φιλόφρονα
      γενική των φιλοφρόνων των φιλοφρόνων των φιλοφρόνων
    αιτιατική τους φιλόφρονες τις φιλόφρονες τα φιλόφρονα
     κλητική φιλόφρονες φιλόφρονες φιλόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόφ(ων) + -ονας, < φίλος + φρήν

Επίθετο

φιλόφρονας, -ων, -ον

  • μορφή του φιλόφρων με νεότερες καταλήξεις στο αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.