φιλοτουρκικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοτουρκικός η φιλοτουρκική το φιλοτουρκικό
      γενική του φιλοτουρκικού της φιλοτουρκικής του φιλοτουρκικού
    αιτιατική τον φιλοτουρκικό τη φιλοτουρκική το φιλοτουρκικό
     κλητική φιλοτουρκικέ φιλοτουρκική φιλοτουρκικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοτουρκικοί οι φιλοτουρκικές τα φιλοτουρκικά
      γενική των φιλοτουρκικών των φιλοτουρκικών των φιλοτουρκικών
    αιτιατική τους φιλοτουρκικούς τις φιλοτουρκικές τα φιλοτουρκικά
     κλητική φιλοτουρκικοί φιλοτουρκικές φιλοτουρκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοτουρκικός < φίλος + Τουρκία

Επίθετο

φιλοτουρκικός

  1. που υποστηρίζει τα συμφέροντα της Τουρκίας, συνάδει με αυτά
    Η γερμανική πολιτική υπήρξε φιλοτουρκική στην ανατολική Μεσόγειο

Συνώνυμα

  • φιλότουρκος
  • τουρκόφιλος (με εμπλοκή όχι αποκλειστικά ψυχρής πολιτικής στάσης αλλά και συναισθημάτων)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.