τουρκόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουρκόφιλος η τουρκόφιλη το τουρκόφιλο
      γενική του τουρκόφιλου της τουρκόφιλης του τουρκόφιλου
    αιτιατική τον τουρκόφιλο την τουρκόφιλη το τουρκόφιλο
     κλητική τουρκόφιλε τουρκόφιλη τουρκόφιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουρκόφιλοι οι τουρκόφιλες τα τουρκόφιλα
      γενική των τουρκόφιλων των τουρκόφιλων των τουρκόφιλων
    αιτιατική τους τουρκόφιλους τις τουρκόφιλες τα τουρκόφιλα
     κλητική τουρκόφιλοι τουρκόφιλες τουρκόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τουρκόφιλος < Τουρκ(ία) + -ο- + -φιλος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

τουρκόφιλος

  • που είναι φίλος της Τουρκίας, που υποστηρίζει πολιτικά τις τουρκικές θέσεις ή έχει μεγάλη εκτίμηση για οτιδήποτε το τουρκικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.