φιλορθόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλορθόδοξος | η | φιλορθόδοξη | το | φιλορθόδοξο |
| γενική | του | φιλορθόδοξου | της | φιλορθόδοξης | του | φιλορθόδοξου |
| αιτιατική | τον | φιλορθόδοξο | τη | φιλορθόδοξη | το | φιλορθόδοξο |
| κλητική | φιλορθόδοξε | φιλορθόδοξη | φιλορθόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλορθόδοξοι | οι | φιλορθόδοξες | τα | φιλορθόδοξα |
| γενική | των | φιλορθόδοξων | των | φιλορθόδοξων | των | φιλορθόδοξων |
| αιτιατική | τους | φιλορθόδοξους | τις | φιλορθόδοξες | τα | φιλορθόδοξα |
| κλητική | φιλορθόδοξοι | φιλορθόδοξες | φιλορθόδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιλορθόδοξος
- που είναι φίλος ή υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και των Ορθοδόξων και φέρεται αναλόγως
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φιλορθόδοξος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.