φιλορθόδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλορθόδοξος η φιλορθόδοξη το φιλορθόδοξο
      γενική του φιλορθόδοξου της φιλορθόδοξης του φιλορθόδοξου
    αιτιατική τον φιλορθόδοξο τη φιλορθόδοξη το φιλορθόδοξο
     κλητική φιλορθόδοξε φιλορθόδοξη φιλορθόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλορθόδοξοι οι φιλορθόδοξες τα φιλορθόδοξα
      γενική των φιλορθόδοξων των φιλορθόδοξων των φιλορθόδοξων
    αιτιατική τους φιλορθόδοξους τις φιλορθόδοξες τα φιλορθόδοξα
     κλητική φιλορθόδοξοι φιλορθόδοξες φιλορθόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλορθόδοξος < φιλο- + ορθόδοξος

Επίθετο

φιλορθόδοξος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.