φιλοζωική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοζωική | οι | φιλοζωικές |
| γενική | της | φιλοζωικής | των | φιλοζωικών |
| αιτιατική | τη | φιλοζωική | τις | φιλοζωικές |
| κλητική | φιλοζωική | φιλοζωικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοζωική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φιλοζωικός
Μεταφράσεις
φιλοζωική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.