φιλοβασιλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλοβασιλικός | η | φιλοβασιλική | το | φιλοβασιλικό |
| γενική | του | φιλοβασιλικού | της | φιλοβασιλικής | του | φιλοβασιλικού |
| αιτιατική | τον | φιλοβασιλικό | τη | φιλοβασιλική | το | φιλοβασιλικό |
| κλητική | φιλοβασιλικέ | φιλοβασιλική | φιλοβασιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλοβασιλικοί | οι | φιλοβασιλικές | τα | φιλοβασιλικά |
| γενική | των | φιλοβασιλικών | των | φιλοβασιλικών | των | φιλοβασιλικών |
| αιτιατική | τους | φιλοβασιλικούς | τις | φιλοβασιλικές | τα | φιλοβασιλικά |
| κλητική | φιλοβασιλικοί | φιλοβασιλικές | φιλοβασιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλοβασιλικός < φίλος + βασιλιάς
Μεταφράσεις
φιλοβασιλικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.