φιλοβαλκανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοβαλκανικός η φιλοβαλκανική το φιλοβαλκανικό
      γενική του φιλοβαλκανικού της φιλοβαλκανικής του φιλοβαλκανικού
    αιτιατική τον φιλοβαλκανικό τη φιλοβαλκανική το φιλοβαλκανικό
     κλητική φιλοβαλκανικέ φιλοβαλκανική φιλοβαλκανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοβαλκανικοί οι φιλοβαλκανικές τα φιλοβαλκανικά
      γενική των φιλοβαλκανικών των φιλοβαλκανικών των φιλοβαλκανικών
    αιτιατική τους φιλοβαλκανικούς τις φιλοβαλκανικές τα φιλοβαλκανικά
     κλητική φιλοβαλκανικοί φιλοβαλκανικές φιλοβαλκανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοβαλκανικός < φιλο- + βαλκανικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.lo.val.ka.niˈkos/

Επίθετο

φιλοβαλκανικός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.