φιλήκοος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλήκοος | η | φιλήκοος & φιλήκοη |
το | φιλήκοο |
| γενική | του | φιληκόου & φιλήκοου |
της | φιληκόου & φιλήκοης |
του | φιληκόου & φιλήκοου |
| αιτιατική | τον | φιλήκοο | τη | φιλήκοο & φιλήκοη |
το | φιλήκοο |
| κλητική | φιλήκοε | φιλήκοε & φιλήκοη |
φιλήκοο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλήκοοι | οι | φιλήκοοι & φιλήκοες |
τα | φιλήκοα |
| γενική | των | φιληκόων & φιλήκοων |
των | φιληκόων & φιλήκοων |
των | φιληκόων & φιλήκοων |
| αιτιατική | τους | φιληκόους & φιλήκοους |
τις | φιληκόους & φιλήκοες |
τα | φιλήκοα |
| κλητική | φιλήκοοι | φιλήκοοι & φιλήκοες |
φιλήκοα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλήκοος < αρχαία ελληνική φιλήκοος < φιλώ + ακοή
Επίθετο
φιλήκοος
- ο καλός ακροατής, αυτός που του αρέσει να ακούει τους άλλους, τον καημό τους ή όσα έχουν γενικά να πουν
Μεταφράσεις
φιλήκοος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φιλήκοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλήκοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.