φιδένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιδένιος | η | φιδένια | το | φιδένιο |
| γενική | του | φιδένιου | της | φιδένιας | του | φιδένιου |
| αιτιατική | τον | φιδένιο | τη | φιδένια | το | φιδένιο |
| κλητική | φιδένιε | φιδένια | φιδένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιδένιοι | οι | φιδένιες | τα | φιδένια |
| γενική | των | φιδένιων | των | φιδένιων | των | φιδένιων |
| αιτιατική | τους | φιδένιους | τις | φιδένιες | τα | φιδένια |
| κλητική | φιδένιοι | φιδένιες | φιδένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐δέ‐νιος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φίδι
Μεταφράσεις
φιδένιος
|
Πηγές
- φιδένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.