φιδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιδάκι τα φιδάκια
      γενική
    αιτιατική το φιδάκι τα φιδάκια
     κλητική φιδάκι φιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιδάκι < φίδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ταμπλό για φιδάκι.

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιδάκι

Ουσιαστικό

φιδάκι ουδέτερο

  1. μικρό φίδι
  2. (μεταφορικά, παιχνίδι) είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού, που παίζεται με ζάρια, όπου ένας παίκτης « ανεβαίνει » (προχωράει αρκετά τετραγωνάκια μπροστά) εάν πέσει σε τετραγωνάκι με σκάλα και « πέφτει » (γυρίζει πίσω) εάν πέσει σε τετραγωνάκι με φιδάκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.