φεγγοβόλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φεγγοβόλημα | τα | φεγγοβολήματα |
| γενική | του | φεγγοβολήματος | των | φεγγοβολημάτων |
| αιτιατική | το | φεγγοβόλημα | τα | φεγγοβολήματα |
| κλητική | φεγγοβόλημα | φεγγοβολήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φεγγοβόλημα <
Ουσιαστικό
φεγγοβόλημα ουδέτερο
- η αχνή λάμψη, των αστεριών, της φωτιάς που ανάβει κάποιος στην εξοχή
- η εσωτερική λάμψη (των ματιών, του προσώπου)
- η λάμψη που απλώνεται, η έντονη λάμψη
Μεταφράσεις
φεγγοβόλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.