φαφλατιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαφλατιά | οι | φαφλατιές |
| γενική | της | φαφλατιάς | των | φαφλατιών |
| αιτιατική | τη | φαφλατιά | τις | φαφλατιές |
| κλητική | φαφλατιά | φαφλατιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαφλατιά < φαφλατάς
Ουσιαστικό
φαφλατιά θηλυκό
- η φλυαρία, πολυλογία, οι αερολογίες, ο κομπασμός με πολυλογίες άνευ ουσίας και χωρίς αντιστοίχισης με έργα
Μεταφράσεις
φαφλατιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.