φαταλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαταλίστρια | οι | φαταλίστριες |
| γενική | της | φαταλίστριας | των | φαταλιστριών |
| αιτιατική | τη | φαταλίστρια | τις | φαταλίστριες |
| κλητική | φαταλίστρια | φαταλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαταλίστρια < φαταλιστής + -τρια
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φαταλίστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.