φαστφούντ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
φαστφούντ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) είδος τυποποιημένων φαγητών για γρήγορη εξυπηρέτηση
- (κατ’ επέκταση) κατάστημα γρήγορης εστίασης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.