φασματοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασματοσκοπία οι φασματοσκοπίες
      γενική της φασματοσκοπίας των φασματοσκοπιών
    αιτιατική τη φασματοσκοπία τις φασματοσκοπίες
     κλητική φασματοσκοπία φασματοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φασματοσκοπία < απόδοση του γαλλικού spectroskopie < φάσμα + σκοπῶ

Ουσιαστικό

φασματοσκοπία θηλυκό

  1. Η μελέτη του φάσματος
  2. Κλάδος της Φυσικής που μελετά τις ιδιότητες των φασμάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.