φασματοσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασματοσκόπιο τα φασματοσκόπια
      γενική του φασματοσκόπιου
& φασματοσκοπίου
των φασματοσκόπιων
& φασματοσκοπίων
    αιτιατική το φασματοσκόπιο τα φασματοσκόπια
     κλητική φασματοσκόπιο φασματοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φασματοσκόπιο < φασματοσκόπιον

Ουσιαστικό

φασματοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.