φασματογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασματογράφημα τα φασματογραφήματα
      γενική του φασματογραφήματος των φασματογραφημάτων
    αιτιατική το φασματογράφημα τα φασματογραφήματα
     κλητική φασματογράφημα φασματογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φασματογράφημα < (φάσμα) φασματ- + -ο- + -γράφημα, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spectogramme[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.zma.toˈɣɾa.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φασματογράφημα

Ουσιαστικό

φασματογράφημα ουδέτερο

Συνώνυμα

  • σπεκτρογράφημα
  • σπεκτρόγραμμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.