φασματογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φασματογράφημα | τα | φασματογραφήματα |
| γενική | του | φασματογραφήματος | των | φασματογραφημάτων |
| αιτιατική | το | φασματογράφημα | τα | φασματογραφήματα |
| κλητική | φασματογράφημα | φασματογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.zma.toˈɣɾa.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σμα‐το‐γρά‐φη‐μα
Συνώνυμα
- σπεκτρογράφημα
- σπεκτρόγραμμα
Μεταφράσεις
φασματογράφημα
Αναφορές
- φασματογράφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.