φασιστοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασιστοειδής | η | φασιστοειδής | το | φασιστοειδές |
| γενική | του | φασιστοειδούς* | της | φασιστοειδούς | του | φασιστοειδούς |
| αιτιατική | τον | φασιστοειδή | τη | φασιστοειδή | το | φασιστοειδές |
| κλητική | φασιστοειδή(ς) | φασιστοειδής | φασιστοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασιστοειδείς | οι | φασιστοειδείς | τα | φασιστοειδή |
| γενική | των | φασιστοειδών | των | φασιστοειδών | των | φασιστοειδών |
| αιτιατική | τους | φασιστοειδείς | τις | φασιστοειδείς | τα | φασιστοειδή |
| κλητική | φασιστοειδείς | φασιστοειδείς | φασιστοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
φασιστοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.