φασαριόζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασαριόζικος | η | φασαριόζικη | το | φασαριόζικο |
| γενική | του | φασαριόζικου | της | φασαριόζικης | του | φασαριόζικου |
| αιτιατική | τον | φασαριόζικο | τη | φασαριόζικη | το | φασαριόζικο |
| κλητική | φασαριόζικε | φασαριόζικη | φασαριόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασαριόζικοι | οι | φασαριόζικες | τα | φασαριόζικα |
| γενική | των | φασαριόζικων | των | φασαριόζικων | των | φασαριόζικων |
| αιτιατική | τους | φασαριόζικους | τις | φασαριόζικες | τα | φασαριόζικα |
| κλητική | φασαριόζικοι | φασαριόζικες | φασαριόζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φασαριόζικος < φασαριόζης
Επίθετο
φασαριόζικος
- ο σχετικός με τον φασαριόζη ή με τη φασαρία
- φασαριόζικη μουσική, γειτονιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.