φαρμακολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρμακολογικός | η | φαρμακολογική | το | φαρμακολογικό |
| γενική | του | φαρμακολογικού | της | φαρμακολογικής | του | φαρμακολογικού |
| αιτιατική | τον | φαρμακολογικό | τη | φαρμακολογική | το | φαρμακολογικό |
| κλητική | φαρμακολογικέ | φαρμακολογική | φαρμακολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρμακολογικοί | οι | φαρμακολογικές | τα | φαρμακολογικά |
| γενική | των | φαρμακολογικών | των | φαρμακολογικών | των | φαρμακολογικών |
| αιτιατική | τους | φαρμακολογικούς | τις | φαρμακολογικές | τα | φαρμακολογικά |
| κλητική | φαρμακολογικοί | φαρμακολογικές | φαρμακολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαρμακολογικός < φαρμακολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
φαρμακολογικός
- (ιατρική) σχετικός με την επιστήμη της φαρμακολογίας, ή γενικά με τα φάρμακα
- ↪ Η φαρμακολογική έρευνα προχωρά
- ↪ Αυτό είναι φαρμακολογικό θέμα, ιδέα δεν έχω από φάρμακα
Μεταφράσεις
φαρμακολογικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.