φαμελίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαμελίτης οι φαμελίτες
      γενική του φαμελίτη των φαμελιτών
    αιτιατική τον φαμελίτη τους φαμελίτες
     κλητική φαμελίτη φαμελίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαμελίτης < μεσαιωνική ελληνική < φαμελιά

Ουσιαστικό

φαμελίτης αρσενικό, φαμελίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.