φαμελιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαμελιά οι φαμελιές
      γενική της φαμελιάς των φαμελιών
    αιτιατική τη φαμελιά τις φαμελιές
     κλητική φαμελιά φαμελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαμελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαμελιά < λατινική familia

Ουσιαστικό

φαμελιά θηλυκό και φαμίλια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.