οικογενειάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οικογενειάρχης | οι | οικογενειάρχες |
| γενική | του | οικογενειάρχη | των | οικογενειαρχών |
| αιτιατική | τον | οικογενειάρχη | τους | οικογενειάρχες |
| κλητική | οικογενειάρχη | οικογενειάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικογενειάρχης < οικογένεια + -άρχης
Ουσιαστικό
οικογενειάρχης αρσενικό
- ο άντρας που επωμίζεται όλες τις ευθύνες που συνεπάγεται η οικογένεια και η ανατροφή των παιδιών
Μεταφράσεις
οικογενειάρχης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.