φαμελίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαμελίτισσα | οι | φαμελίτισσες |
| γενική | της | φαμελίτισσας | των | φαμελιτισσών |
| αιτιατική | τη | φαμελίτισσα | τις | φαμελίτισσες |
| κλητική | φαμελίτισσα | φαμελίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φαμελίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.