φαλαινοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαλαινοειδής | η | φαλαινοειδής | το | φαλαινοειδές |
| γενική | του | φαλαινοειδούς* | της | φαλαινοειδούς | του | φαλαινοειδούς |
| αιτιατική | τον | φαλαινοειδή | τη | φαλαινοειδή | το | φαλαινοειδές |
| κλητική | φαλαινοειδή(ς) | φαλαινοειδής | φαλαινοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαλαινοειδείς | οι | φαλαινοειδείς | τα | φαλαινοειδή |
| γενική | των | φαλαινοειδών | των | φαλαινοειδών | των | φαλαινοειδών |
| αιτιατική | τους | φαλαινοειδείς | τις | φαλαινοειδείς | τα | φαλαινοειδή |
| κλητική | φαλαινοειδείς | φαλαινοειδείς | φαλαινοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.le.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐λαι‐νο‐ει‐δής
Επίθετο
φαλαινοειδής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
φαλαινοειδής
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.