φαινόλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαινόλη | οι | φαινόλες |
| γενική | της | φαινόλης | των | φαινολών |
| αιτιατική | τη | φαινόλη | τις | φαινόλες |
| κλητική | φαινόλη | φαινόλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαινόλη < απόδοση του χημικού όρου phenol
Ουσιαστικό
φαινόλη θηλυκό
- Η λεξη φαινόλη, όταν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, σημαίνει το υδροξυβενζόλιο ή καρβολικό οξύ (παλαιότερες ονομασίες) και είναι μια από τις πιο απλές και βασικές φαινόλες. Αποτελεί απολυμαντική ουσία και είναι παράγωγο του βενζολίου
- στον πληθυντικό οι φαινόλες, αναφέρονται σε μια μεγάλη ομάδα ενώσεων των αρωματικών υδρογονανθράκων
-
φαινόλη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.