φαινόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινόλη οι φαινόλες
      γενική της φαινόλης των φαινολών
    αιτιατική τη φαινόλη τις φαινόλες
     κλητική φαινόλη φαινόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαινόλη < απόδοση του χημικού όρου phenol

Ουσιαστικό

φαινόλη θηλυκό

  1. Η λεξη φαινόλη, όταν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, σημαίνει το υδροξυβενζόλιο ή καρβολικό οξύ (παλαιότερες ονομασίες) και είναι μια από τις πιο απλές και βασικές φαινόλες. Αποτελεί απολυμαντική ουσία και είναι παράγωγο του βενζολίου
  2. στον πληθυντικό οι φαινόλες, αναφέρονται σε μια μεγάλη ομάδα ενώσεων των αρωματικών υδρογονανθράκων



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.