φαινομενολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαινομενολογία | οι | φαινομενολογίες |
| γενική | της | φαινομενολογίας | των | φαινομενολογιών |
| αιτιατική | τη | φαινομενολογία | τις | φαινομενολογίες |
| κλητική | φαινομενολογία | φαινομενολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φαινομενολογία θηλυκό
- η μελέτη της αιτιολογίας των φαινομένων που επικεντρώνεται στις υποκειμενικές ερμηνείες για τον κόσμο παρά στην εξέταση κάποιας εξωτερικής αντικειμενικής πραγματικότητας
- φιλοσοφικό ρεύμα του 20ου αιώνα, συνέχεια της φαινομενοκρατίας, στο οποίο στηρίχτηκε και ο υπαρξισμός,
Μεταφράσεις
φαινομενολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.