φαινομενοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινομενοκρατία οι φαινομενοκρατίες
      γενική της φαινομενοκρατίας των φαινομενοκρατιών
    αιτιατική τη φαινομενοκρατία τις φαινομενοκρατίες
     κλητική φαινομενοκρατία φαινομενοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαινομενοκρατία < φαινόμενο + κρατώ < απόδοση του γερμανικού όρου Ρhänomenalismus < αρχαία ελληνική φαινόμενον + -ισμός

Ουσιαστικό

φαινομενοκρατία θηλυκό

  • το φιλοσοφικό δόγμα με κύριο εκπρόσωπο τον Καντ ότι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει όχι την ουσία των πραγμάτων, αλλά μόνον το φαινόμενο που αυτά προκαλουν στις αισθήσεις του και γενικά στην αντίληψή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.