φαιά ουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαιά ουσία | οι | φαιές ουσίες |
| γενική | της | φαιάς ουσίας | των | φαιών ουσιών |
| αιτιατική | τη | φαιά ουσία | τις | φαιές ουσίες |
| κλητική | φαιά ουσία | φαιές ουσίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαιά ουσία < → δείτε τις λέξεις φαιός και ουσία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matière grise κυριολεκτικά γκρίζα ουσία
Πολυλεκτικός όρος
φαιά ουσία θηλυκό
- (ανατομία) η μία από τις δύο ουσίες (νευρώνες και νευρικοί άξονες) του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού
Εκφράσεις
- οι τα φαιά φορούντες: οι σεμνότυφοι και συχνά υποκριτές ηθικολόγοι
- ※ οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες (Κ.Π. Καβάφης, Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.