φίλιππος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φίλιππος | οι | φίλιπποι |
| γενική | του | φιλίππου & φίλιππου |
των | φιλίππων |
| αιτιατική | τον | φίλιππο | τους | φιλίππους & φίλιππους |
| κλητική | φίλιππε | φίλιπποι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φίλιππος < αρχαία ελληνική φίλιππος (φίλ- + ίππος)
Μεταφράσεις
φίλιππος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.