φάκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάκα οι φάκες
      γενική της φάκας των (φακών)
    αιτιατική τη φάκα τις φάκες
     κλητική φάκα φάκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φάκα

Ετυμολογία

φάκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική fak < αραβική فخ (fak)

Ουσιαστικό

φάκα θηλυκό

  1. η ποντικοπαγίδα
  2. (κατ’ επέκταση) η παγίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.