φάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάκα | οι | φάκες |
| γενική | της | φάκας | των | (φακών) |
| αιτιατική | τη | φάκα | τις | φάκες |
| κλητική | φάκα | φάκες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

φάκα
Ετυμολογία
- φάκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική fak < αραβική فخ (fak)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.