υψομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υψομετρικός | η | υψομετρική | το | υψομετρικό |
| γενική | του | υψομετρικού | της | υψομετρικής | του | υψομετρικού |
| αιτιατική | τον | υψομετρικό | την | υψομετρική | το | υψομετρικό |
| κλητική | υψομετρικέ | υψομετρική | υψομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υψομετρικοί | οι | υψομετρικές | τα | υψομετρικά |
| γενική | των | υψομετρικών | των | υψομετρικών | των | υψομετρικών |
| αιτιατική | τους | υψομετρικούς | τις | υψομετρικές | τα | υψομετρικά |
| κλητική | υψομετρικοί | υψομετρικές | υψομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υψομετρικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
υψομετρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.