υψομετρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
υψομετρικά < υψομετρικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
υψομετρικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υψομετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υψομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.