υποχείριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποχείριος | η | υποχείρια | το | υποχείριο |
| γενική | του | υποχείριου | της | υποχείριας | του | υποχείριου |
| αιτιατική | τον | υποχείριο | την | υποχείρια | το | υποχείριο |
| κλητική | υποχείριε | υποχείρια | υποχείριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποχείριοι | οι | υποχείριες | τα | υποχείρια |
| γενική | των | υποχείριων | των | υποχείριων | των | υποχείριων |
| αιτιατική | τους | υποχείριους | τις | υποχείριες | τα | υποχείρια |
| κλητική | υποχείριοι | υποχείριες | υποχείρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποχείριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
υποχείριος, -α, -ο
- όταν αναγκάζεις κάποιον να κάνει κάτι για σένα, αυτός είναι υποχείριος
Μεταφράσεις
υποχείριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.