υποτροπίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποτροπίαση | οι | υποτροπιάσεις |
| γενική | της | υποτροπίασης* | των | υποτροπιάσεων |
| αιτιατική | την | υποτροπίαση | τις | υποτροπιάσεις |
| κλητική | υποτροπίαση | υποτροπιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποτροπιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποτροπίαση < υποτροπιάζω + -ση
Μεταφράσεις
υποτροπίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.