υποτροπιάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υποτροπιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποτροπιάζω
- θα υποτροπιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποτροπιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υποτροπιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποτροπίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.