υποπροϊόν
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποπροϊόν | τα | υποπροϊόντα |
| γενική | του | υποπροϊόντος | των | υποπροϊόντων |
| αιτιατική | το | υποπροϊόν | τα | υποπροϊόντα |
| κλητική | υποπροϊόν | υποπροϊόντα | ||
| Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποπροϊόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υποπροϊόν ουδέτερο
Μεταφράσεις
υποπροϊόν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.