υποκλινής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποκλινής | η | υποκλινής | το | υποκλινές |
| γενική | του | υποκλινούς* | της | υποκλινούς | του | υποκλινούς |
| αιτιατική | τον | υποκλινή | την | υποκλινή | το | υποκλινές |
| κλητική | υποκλινή(ς) | υποκλινής | υποκλινές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποκλινείς | οι | υποκλινείς | τα | υποκλινή |
| γενική | των | υποκλινών | των | υποκλινών | των | υποκλινών |
| αιτιατική | τους | υποκλινείς | τις | υποκλινείς | τα | υποκλινή |
| κλητική | υποκλινείς | υποκλινείς | υποκλινή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποκλινής < ελληνιστική κοινή ὑποκλῐνής
Συγγενικά
- υποκλινώς
- → δείτε τη λέξη υποκλίνομαι
Μεταφράσεις
υποκλινής
|
|
Αναφορές
- υποκλινής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.