υποκλάδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποκλάδος | οι | υποκλάδοι |
| γενική | του | υποκλάδου | των | υποκλάδων |
| αιτιατική | τον | υποκλάδο | τους | υποκλάδους |
| κλητική | υποκλάδε | υποκλάδοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈkla.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κλά‐δος
Ουσιαστικό
υποκλάδος αρσενικό
- (νεολογισμός) το υποσύνολο ενός κλάδου
- ※ Πρόκειται για τους υποκλάδους της βιομηχανίας οι οποίοι εφέτος πλήττονται περισσότερο από την παρατεταμένη κρίση και την παράλληλη ένταση της εισαγωγικής διείσδυσης, η οποία το 2011 κατά την Τράπεζα της Ελλάδος – σε πείσμα των απόψεων ότι με την ακολουθούμενη πολιτική ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής – αυξήθηκε σε 68,2% από 63,7% το 2010 στο σύνολο της μεταποίησης και σε 64% από 61,7% το 2010 στο σύνολο του τομέα, εξαιρουμένων των καυσίμων. (Καθίζηση παραγωγής σε 80 υποκλάδους της ελληνικής βιομηχανίας, Η Καθημερινή, 20 Σεπτεμβρίου 2012)
Μεταφράσεις
υποκλάδος
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.