υποκειμενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποκειμενικός | η | υποκειμενική | το | υποκειμενικό |
| γενική | του | υποκειμενικού | της | υποκειμενικής | του | υποκειμενικού |
| αιτιατική | τον | υποκειμενικό | την | υποκειμενική | το | υποκειμενικό |
| κλητική | υποκειμενικέ | υποκειμενική | υποκειμενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποκειμενικοί | οι | υποκειμενικές | τα | υποκειμενικά |
| γενική | των | υποκειμενικών | των | υποκειμενικών | των | υποκειμενικών |
| αιτιατική | τους | υποκειμενικούς | τις | υποκειμενικές | τα | υποκειμενικά |
| κλητική | υποκειμενικοί | υποκειμενικές | υποκειμενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποκειμενικός < υποκείμενο + -ικός
Επίθετο
υποκειμενικός, -ή, -ό
- που καθορίζεται από την αντίληψη ή τη γνώμη ενός ανθρώπου (ενός υποκειμένου) που αισθάνεται ή σκέφτεται, κρίνει κλπ
- το υποκειμενικό αίσθημα του ψύχους δεν εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.