υποείδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποείδος | τα | υποείδη |
| γενική | του | υποείδους | των | υποειδών |
| αιτιατική | το | υποείδος | τα | υποείδη |
| κλητική | υποείδος | υποείδη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποείδος < υπο- + είδος, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική subspecies (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
υποείδος ουδέτερο
- είδος που υπάγεται σε είδος
- (ταξινομία) η ταξινομική βαθμίδα του είδους με υποδιαίρεση σε υπο-
- δείτε και σπανιότερα με υπερ-)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.