υποείδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποείδος τα υποείδη
      γενική του υποείδους των υποειδών
    αιτιατική το υποείδος τα υποείδη
     κλητική υποείδος υποείδη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποείδος < υπο- + είδος, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική subspecies (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

υποείδος ουδέτερο

  1. είδος που υπάγεται σε είδος
  2. (ταξινομία) η ταξινομική βαθμίδα του είδους με υποδιαίρεση σε υπο-
    δείτε και σπανιότερα με υπερ-)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.