υποβόσκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποβόσκω < αρχαία ελληνική ὑποβόσκομαι (μεσοπαθητικός τύπος, που χρησιμοποιείτο αποκλειστικά στο γ' πρόσωπο ενεστώτα και παρατατικού)

Ρήμα

υποβόσκω (μεταφορικά)

  1. υπάρχω χωρίς να γίνεται φανερή η παρουσία μου, υφέρπω, βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση
    π.χ. παρά την ψυχραιμία, υποβόσκει η αγωνία για τα αποτελέσματα
  2. κάτι αρνητικό, που αυξάνεται ή δυναμώνει υπογείως (ύπουλα)

Σημειώσεις

  • Η κυριολεκτική χρήση (που σημαίνει τρώω κρυφά) απαντάται στην αρχαία ελληνική, ενώ η νεοελληνική γλώσσα -που επίσης χρησιμοποιεί τη λέξη μόνο στο γ' πρόσωπο- γνωρίζει αποκλειστικά τη μεταφορική έννοια.
  • Δεν πρέπει να συγχέεται με το υποφώσκω, που σημαίνει αχνοφέγγω.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.