υποφώσκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποφώσκω < αρχαία ελληνική ὑποφώσκω < ὑπό + φώσκω

Ρήμα

υποφώσκω

  1. αχνοφέγγω (για το πρώτο φως της αυγής)
    Το χάραμα υποφώσκει.
  2. (μεταφορικά) αρχίζω να εμφανίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.