υποφώσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποφώσκω < αρχαία ελληνική ὑποφώσκω < ὑπό + φώσκω
Ρήμα
υποφώσκω
- αχνοφέγγω (για το πρώτο φως της αυγής)
- Το χάραμα υποφώσκει.
- (μεταφορικά) αρχίζω να εμφανίζομαι
Μεταφράσεις
υποφώσκω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.