σοβώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοβώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοβῶ, συνηρημένου τύπου του σοβέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈvo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐βώ
Ρήμα
σοβώ, πρτ.: σοβούσα, σε ενεστώτα και παρατατικό, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
- (για κάτι κακό) βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, εξελίσσομαι κρυφά
- σοβεί κρίση
Συνώνυμα
- υποβόσκω
- εγκρύπτομαι
- εμφωλεύω
- υπόκειμαι
- υπολανθάνω
- υφέρπω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
σοβώ
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.