υποκρύπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκρύπτομαι | υποκρυπτόμουν(α) | θα υποκρύπτομαι | να υποκρύπτομαι | ||
| β' ενικ. | υποκρύπτεσαι | υποκρυπτόσουν(α) | θα υποκρύπτεσαι | να υποκρύπτεσαι | (υποκρύπτου) | |
| γ' ενικ. | υποκρύπτεται | υποκρυπτόταν(ε) | θα υποκρύπτεται | να υποκρύπτεται | ||
| α' πληθ. | υποκρυπτόμαστε | υποκρυπτόμαστε υποκρυπτόμασταν |
θα υποκρυπτόμαστε | να υποκρυπτόμαστε | ||
| β' πληθ. | υποκρύπτεστε | υποκρυπτόσαστε υποκρυπτόσασταν |
θα υποκρύπτεστε | να υποκρύπτεστε | (υποκρύπτεστε) | |
| γ' πληθ. | υποκρύπτονται | υποκρύπτονταν υποκρυπτόντουσαν |
θα υποκρύπτονται | να υποκρύπτονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποκρύφτηκα | θα υποκρυφτώ | να υποκρυφτώ | υποκρυφτεί | ||
| β' ενικ. | υποκρύφτηκες | θα υποκρυφτείς | να υποκρυφτείς | υποκρύψου | ||
| γ' ενικ. | υποκρύφτηκε | θα υποκρυφτεί | να υποκρυφτεί | |||
| α' πληθ. | υποκρυφτήκαμε | θα υποκρυφτούμε | να υποκρυφτούμε | |||
| β' πληθ. | υποκρυφτήκατε | θα υποκρυφτείτε | να υποκρυφτείτε | υποκρυφτείτε | ||
| γ' πληθ. | υποκρύφτηκαν υποκρυφτήκαν(ε) |
θα υποκρυφτούν(ε) | να υποκρυφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποκρυφτεί | είχα υποκρυφτεί | θα έχω υποκρυφτεί | να έχω υποκρυφτεί | υποκρυμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποκρυφτεί | είχες υποκρυφτεί | θα έχεις υποκρυφτεί | να έχεις υποκρυφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκρυφτεί | είχε υποκρυφτεί | θα έχει υποκρυφτεί | να έχει υποκρυφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκρυφτεί | είχαμε υποκρυφτεί | θα έχουμε υποκρυφτεί | να έχουμε υποκρυφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκρυφτεί | είχατε υποκρυφτεί | θα έχετε υποκρυφτεί | να έχετε υποκρυφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκρυφτεί | είχαν υποκρυφτεί | θα έχουν υποκρυφτεί | να έχουν υποκρυφτεί | ||
Μεταφράσεις
υποκρύπτομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.