υφέρπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υφέρπω < αρχαία ελληνική ὑφέρπω < ὑπό + ἕρπω
Ρήμα
υφέρπω
- (λόγιο) εξαπλώνομαι, αναπτύσσομαι ή διαδίδομαι χωρίς να γίνομαι άμεσα ή αμέσως αντιληπτός και με ύπουλο τρόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.